διασκελίζω

διασκελίζω
και διασκελώ και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ διασκελίζομαι)
1. διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλη
2. βαδίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα
3. μετρώ απόσταση με δρασκελισμούς
μσν.
κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διασκελίζω — διασκελίζω, διασκέλισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: διασκελίζω : στα λεξικά αναφέρεται και παθητική φωνή, ενώ στο ρήμα δρασκελίζω, με παρόμοια έννοια, δεν αναφέρεται …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διασκελίζω — διασκέλισα, περνώ πάνω από κάτι ανοίγοντας τα σκέλη μου, υπερπηδώ: Διασκέλισε το πεσμένο εμπόδιο και συνέχισε το δρόμο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιασκέλιστος — η, ο [διασκελίζω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διασκελίσει, να τόν υπερπηδήσει, ανυπέρβλητος, αξεπέραστος …   Dictionary of Greek

  • ανασκελίζω — 1. ρίχνω κάποιον κάτω τανάσκελα 2. διασκελίζω, δρασκελώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανασκελίζω < ανάσκελα, με την πρώτη σημασία και ανασκελίζω < ανα * + σκελίζω «υποσκελίζω, ρίχνω κάτω» < σκέλος, με τη δεύτερη σημασία] …   Dictionary of Greek

  • διαβαίνω — (AM διαβαίνω) Ι. (μτθ. με αιτ.) 1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω 2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο 3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο II. (αμτβ.) 1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ 2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να… …   Dictionary of Greek

  • διασκελώ — βλ. διασκελίζω …   Dictionary of Greek

  • δρασκελίζω — και δρασκελώ ( άω) (Μ δρασκελίζω και δρασκελεύω και δρασκαλεύω) 1. διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά 2. μετρώ απόσταση με διασκελισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. δρασκελίζω < διασκελίζω < αρχ. διασκελίζομαι δρασκελώ < δρασκαλεύω <… …   Dictionary of Greek

  • νείδι — το 1. προσβολή τής τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος 2. παροιμ. «κάλλιο τού Χάρου σκέπασμα παρά τού κόσμου νείδι» είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω] …   Dictionary of Greek

  • διασκελώ — διασκέλησα, βλ. διασκελίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”